- αζάρα
- (azara). Ονομασία γένους αειφύλλων θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των φλακουρτιιδών, ιθαγενών της Νότιας Αμερικής. Έχουν φύλλα ακέραια, λειόχειλα ή οδοντωτά και άνθη μικρά και πολύ αρωματικά. Καλλιεργούνται για το ωραίο τους φύλλωμα και τα αρωματικά τους άνθη. Οι κάτοικοι της Χιλής τα ονομάζουν άρωμα. Μπορούν να ευδοκιμήσουν και στις εύκρατες περιοχές. Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα ή με μοσχεύματα. Τα κυριότερα από τα 20 είδη του γένους είναι: η α. η μικρόφυλλη, όμορφος θάμνος, ύψους 1 έως 4 μ., με μικρά πράσινα άνθη και η α. η γιλιέσια,θάμνος, ύψους 3 έως 4 μ. με πλατιά φύλλα μήκους 6 έως 8 εκ. και κίτρινα άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.